Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

Οι πραγματικές αιτίες της αντιπαράθεσης Χριστοδούλου και Βαρθολομαίου

Οι πραγματικές αιτίες της αντιπαράθεσης Χριστοδούλου και Βαρθολομαίου

Ο πιστός Ορθόδοξος λαός επιχειρεί εδώ και χρόνια να κατανοήσει το γιατί προκαλούνται αντιπαραθέσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τι άραγε έχουν να χωρίσουν οι δύο Ορθόδοξοι θρησκευτικοί ηγέτες; Είναι τόσο σπουδαίες οι διαφορές που δεν διστάζουν να ανταλλάζουν βαριές κουβέντες και σκληρές επιστολές; Πως είναι δυνατόν δύο άνθρωποι και μάλιστα ιερωμένοι να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται, να ανταλλάσσουν εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις και εν συνεχεία να τσακώνονται;
Είναι αλήθεια ότι οι Ορθόδοξοι Έλληνες και όχι μόνο βασανίζονται από τα ανωτέρω ερωτήματα αλλά οι απαντήσεις που λαμβάνουν δεν τους ικανοποιούν. Το αλάνθαστο αισθητήριο του λαού κατανοεί πως παρά τις εκατέρωθεν επιθέσεις φιλίας υπάρχει σημαντικό ζήτημα που ταλάνισε και θα συνεχίζει να ταλανίζει τις σχέσεις Αθηνών και Φαναρίου. Και ο λαός δεν πείθεται από τις φαρισαϊκές αγκαλιές και τα υποκριτικά φιλιά. Κατανοεί πως η χριστιανική αγάπη που πρέπει να διέπει τις σχέσεις των δύο εκκλησιαστικών ταγών έχει παραμερισθεί από μικροσυμφέροντα δικαιοδοσιών και τις απαράδεκτες αξιώσεις που προκαλεί η άμετρη κενοδοξία. Έτσι αναμένει απλώς να γίνει μάρτυρας μιας ακόμη αντιπαράθεσης...
Και ουδέποτε, μα ουδέποτε διαψεύδεται. Είναι λοιπόν θέμα χρόνου και η επόμενη σύγκρουση των δύο Εκκλησιών. Και αυτή τη φορά η αιτία θα είναι και πάλι μια διάταξη της Πατριαρχικής Πράξης του 1928, μέσω της οποίας ανατέθηκαν διοικητικά οι εκκλησιαστικές επαρχίες της Βορείου Ελλάδος, γνωστές ως Νέες Χώρες στην Εκκλησία της Ελλάδος. Η διάταξη αυτή αναφέρει πως τα Σταυροπηγιακά μοναστήρια των επαρχιών αυτών, οφείλουν να μνημονεύουν τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη και όχι τον οικείο Μητροπολίτη, όπως εδώ και 80 περίπου χρόνια μνημονεύουν. Ήδη, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει εγείρει με παλαιότερη επιστολή του προς την Ιερά Σύνοδο τέτοιο ζήτημα, χωρίς να λάβει την απάντηση που θα τον ικανοποιούσε. Το αίτημα αυτό το στήριξε κυρίως στην απόφαση που έλαβε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος την περίοδο της σκληρής αντιπαράθεσης πριν από λίγα χρόνια, πως αποδέχεται ανεπιφυλάκτως όλες τις διατάξεις της Πατριαρχικής Πράξης του 1928.
Το ερώτημα έχει να κάνει, όπως ο κοινός νους αντιλαμβάνεται, με ευτελή συμφέροντα τα οποία δεν έχουν καμιά σημασία για τον Χριστό και την Εκκλησία Του αλλά συνδέονται κυρίως με εκκοσμικευμένες αντιλήψεις περί του ρόλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δυστυχώς στο διάβα των αιώνων η Ορθόδοξη Εκκλησία ταλαιπωρήθηκε από τέτοιες συμπεριφορές, που στην ουσία συμβάλουν στην απώλεια ψυχών. Ο Ιησούς Χριστός αναφέρει στη διδασκαλία Του «γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». Μέσα λοιπόν στο πλαίσιο αυτό θα παραθέσουμε με σαφήνεια όλα εκείνα τα στοιχεία που θα αποδείξουν ότι οι εκατέρωθεν διεκδικήσεις έχουν ως υπόβαθρο φιλοδοξίες, πείσματα και προπαντός εγωισμούς. Δηλαδή, με λόγια σταράτα δεν έχουν να κάνουν με τις διδαχές του Χριστού και τον Θεό.
Για του λόγου το αληθές θα επιχειρήσουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή δύο περίπου δεκαετιών πίσω, τότε δηλαδή που το Οικουμενικό Πατριαρχείο αξίωσε με επιστολή του να τηρηθούν επακριβώς τα όσα προβλέπουν ο Πατριαρχικός Τόμος του 1850 και η Πατριαρχική Πράξη του 1928. Ήταν επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Δημητρίου, τον προκάτοχο του νυν Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Οι αξιώσεις αυτές ανησύχησαν την Εκκλησία της Ελλάδος αλλά ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ τις αντιμετώπισε με ευθύτητα και εγκαίρως, μ’ αποτέλεσμα να αδρανοποιήσει τις όποιες αξιώσεις του Φαναρίου. Μάλιστα από τότε η Αθήνα διέγνωσε ότι πίσω από την απρόσμενη κίνηση του Φαναρίου κρυβόταν ο τότε Φιλαδελφείας Βαρθολομαίος. Και η διάγνωση αυτή επαληθεύτηκε όταν αναρριχήθηκε στον Πατριαρχικό θρόνο ο νυν Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Τότε επαναλήφθηκαν τα αιτήματα του Σεπτού Κέντρου προκαλώντας την έντονη δυσαρέσκεια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Με το σθένος όμως που επεδείκνυε προς τους πολιτικούς άνδρες και την ηγεσία του τόπου δεν επέτρεψε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να εμμείνει στα αιτήματά του.
Αυτό όμως δεν σήμαινε πως η Κωνσταντινούπολη θα εγκατέλειπε τους στόχους. Με τη χρήση της γνωστής διπλωματίας, που για τους ανθρώπους του Πατριαρχείου έχει γίνει βίωμα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος άρχισε να προετοιμάζει το έδαφος. Έτεινε χέρι φιλίας προς κάθε άνθρωπο, κάθε πιστό, κάθε κληρικό ή λαϊκό μέλος της Εκκλησίας και άρχισε να προσεγγίζει τις πολιτικές αρχές του τόπου. Ταυτόχρονα παρακολουθούσε τις εσωτερικές εξελίξεις στην Εκκλησία της Ελλάδος. Ο πρώτος στόχος του Πατριάρχη Βαρθολομαίου είναι να επαναφέρει πάση θυσία το παλαιό καθεστώς διοίκησης στις εκκλησιαστικές επαρχίες που παραχώρησε εξ ανάγκης στην Εκκλησία της Ελλάδας, στερούμενο μια πηγή στήριξης... Ο δεύτερος και πιο μακροπρόθεσμος στόχος είναι να πιέσει προς την κατεύθυνση της άρσης του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο αναγκάστηκε να συγκατατεθεί και ουδέποτε παραχώρησε με τη θέλησή του. Οι δύο αυτοί στόχοι κατά το μύχιο σκεπτικό του Σεπτού Κέντρου της Ορθοδοξίας θα προσέδιδαν μια δυναμική στο Οικουμενικό θρόνο, η οποία θα συνέβαλε στην ενίσχυση του ρόλου του Πατριαρχείου μέσα στο νέα ευρωπαϊκή κατάσταση που δημιουργείτο.
Με την άνοδο λοιπόν του νέου Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου το Φανάρι κατανόησε πως υπάρχουν τα περιθώρια για την επίτευξη των στόχων του. Και αυτό, γιατί η αρχική απειρία του κ. Χριστοδούλου που προσέδωσε ο ενθουσιασμός της επιτυχίας σε συνδυασμό με την υπέρμετρη φιλοδοξία που απόρρεε από τη φιλοσοφία της οργάνωσης που γαλουχήθηκε, τη Χρυσοπηγή δημιουργούσαν πρόσφορο έδαφος... Έτσι, η πρώτη δυνατή κρίση αντιπαράθεσης ήρθε ένα μήνα μετά την ενθρόνιση του νυν Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου κατά τις συνομιλίες που έγιναν τον Ιούνιο του 1998 στο Φανάρι. Εκτιμώντας πως εκπληρώθηκε το όνειρο του ο κ. Χριστόδουλος άρχισε να βάζει νέους στόχους. Η σκέψη πως η Ελλάδα ήταν η πρώτη Ορθόδοξη χώρα δημιουργούσε νέες φιλοδοξίες. Έτσι, η ίδρυση γραφείου στις Βρυξέλες που θεωρούσε πως θα εκπλήρωνε ένα πρώτο στόχο ανταλλάχθηκε με την ίδρυση γραφείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα. Στο νου του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου περνούσαν αλήθεια διάφορες ιδέες, που όταν εμμέσως δημοσιοποιούνταν τότε άρχιζε το πανηγύρι της αντιπαράθεσης. Η ιδέα της μνημόνευσης ως Πρώτου από όλες τις Μητροπόλεις έκρυβε τη μύχια επιθυμία της ενίσχυσης του θρόνου του και έφθανε μέχρι και τη σκέψη ίδρυσης Πατριαρχείου.
Με προσεκτικά λοιπόν βήματα το Φανάρι πατώντας σε λάθη που προκαλούσε η άμετρη φιλοδοξία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου προωθούσε τους στόχους του και ενίσχυε την παρουσία του ακόμη και μέσα στην Ιεραρχία, κάτι που δεν μπορούσε κατά την περίοδο του μακαριστού Σεραφείμ. Έτσι προκλήθηκαν η μία μετά την άλλη οι συγκρούσεις από αστείες αφορμές. Τελευταία είναι αυτή που εκδηλώθηκε την εβδομάδα που πέρασε που αφορά την θρονική εορτή, που επιχειρεί μέσα στο πλαίσιο των ανωτέρω φιλοδοξιών.
Οι πιστοί λοιπόν κατανοούν πως οι δύο Προκαθήμενοι συγκρούονται για πράγματα μη αρεστά στο Θεό, για ιδέες που γεννά η μηχανορραφία του Σατανά και όχι για ζητήματα ουσίας. Για παράδειγμα, για τον Ορθόδοξο συνειδητοποιημένο χριστιανό ζήτημα ουσίας αποτελεί το σαράκι της εκκοσμίκευσης που ταλαιπωρεί το χριστεπώνυμο ποίμνιο. Ζήτημα ουσίας αποτελεί η έλλειψη ένθερμου κατηχητικού πνεύματος. Ζήτημα ουσίας αποτελεί η προώθηση ανικάνων στον ιερό κλήρο και από τις δύο πλευρές. Ζήτημα ουσίας αποτελεί η κατάσταση χλιαρότητα και η απουσία της δυναμικής που χαρακτήριζε τους Πατέρες και τους μεγάλους εκκλησιαστικούς ταγούς.
Για τέτοια ζητήματα οι αντιπαραθέσεις και οι ανταγωνισμοί θα ήταν αρεστές στο Θεό γιατί θα προσέβλεπαν στην δόξα της Αγίας Τριάδος και στην ενίσχυση –θωράκιση των πιστών στην πορεία προς τη σωτηρία τους. Και ο πιστός λαός θα χαιρόταν για την αγιότητα τέτοιων εκκλησιαστικών ταγών. Δυστυχώς όμως τέτοιοι στόχοι απουσιάζουν όπως έχει αποδειχθεί από τη σύγχρονη Ορθόδοξη εκκλησιαστική ηγεσία, μ’ αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται σε καταστάσεις που χαροποιούν όλους αυτούς που αντιμάχονται τον Χρισtό.

Συντάκτης: Δ.Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: