Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

Οι πραγματικές αιτίες της αντιπαράθεσης Χριστοδούλου και Βαρθολομαίου

Οι πραγματικές αιτίες της αντιπαράθεσης Χριστοδούλου και Βαρθολομαίου

Ο πιστός Ορθόδοξος λαός επιχειρεί εδώ και χρόνια να κατανοήσει το γιατί προκαλούνται αντιπαραθέσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τι άραγε έχουν να χωρίσουν οι δύο Ορθόδοξοι θρησκευτικοί ηγέτες; Είναι τόσο σπουδαίες οι διαφορές που δεν διστάζουν να ανταλλάζουν βαριές κουβέντες και σκληρές επιστολές; Πως είναι δυνατόν δύο άνθρωποι και μάλιστα ιερωμένοι να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται, να ανταλλάσσουν εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις και εν συνεχεία να τσακώνονται;
Είναι αλήθεια ότι οι Ορθόδοξοι Έλληνες και όχι μόνο βασανίζονται από τα ανωτέρω ερωτήματα αλλά οι απαντήσεις που λαμβάνουν δεν τους ικανοποιούν. Το αλάνθαστο αισθητήριο του λαού κατανοεί πως παρά τις εκατέρωθεν επιθέσεις φιλίας υπάρχει σημαντικό ζήτημα που ταλάνισε και θα συνεχίζει να ταλανίζει τις σχέσεις Αθηνών και Φαναρίου. Και ο λαός δεν πείθεται από τις φαρισαϊκές αγκαλιές και τα υποκριτικά φιλιά. Κατανοεί πως η χριστιανική αγάπη που πρέπει να διέπει τις σχέσεις των δύο εκκλησιαστικών ταγών έχει παραμερισθεί από μικροσυμφέροντα δικαιοδοσιών και τις απαράδεκτες αξιώσεις που προκαλεί η άμετρη κενοδοξία. Έτσι αναμένει απλώς να γίνει μάρτυρας μιας ακόμη αντιπαράθεσης...
Και ουδέποτε, μα ουδέποτε διαψεύδεται. Είναι λοιπόν θέμα χρόνου και η επόμενη σύγκρουση των δύο Εκκλησιών. Και αυτή τη φορά η αιτία θα είναι και πάλι μια διάταξη της Πατριαρχικής Πράξης του 1928, μέσω της οποίας ανατέθηκαν διοικητικά οι εκκλησιαστικές επαρχίες της Βορείου Ελλάδος, γνωστές ως Νέες Χώρες στην Εκκλησία της Ελλάδος. Η διάταξη αυτή αναφέρει πως τα Σταυροπηγιακά μοναστήρια των επαρχιών αυτών, οφείλουν να μνημονεύουν τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη και όχι τον οικείο Μητροπολίτη, όπως εδώ και 80 περίπου χρόνια μνημονεύουν. Ήδη, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει εγείρει με παλαιότερη επιστολή του προς την Ιερά Σύνοδο τέτοιο ζήτημα, χωρίς να λάβει την απάντηση που θα τον ικανοποιούσε. Το αίτημα αυτό το στήριξε κυρίως στην απόφαση που έλαβε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος την περίοδο της σκληρής αντιπαράθεσης πριν από λίγα χρόνια, πως αποδέχεται ανεπιφυλάκτως όλες τις διατάξεις της Πατριαρχικής Πράξης του 1928.
Το ερώτημα έχει να κάνει, όπως ο κοινός νους αντιλαμβάνεται, με ευτελή συμφέροντα τα οποία δεν έχουν καμιά σημασία για τον Χριστό και την Εκκλησία Του αλλά συνδέονται κυρίως με εκκοσμικευμένες αντιλήψεις περί του ρόλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δυστυχώς στο διάβα των αιώνων η Ορθόδοξη Εκκλησία ταλαιπωρήθηκε από τέτοιες συμπεριφορές, που στην ουσία συμβάλουν στην απώλεια ψυχών. Ο Ιησούς Χριστός αναφέρει στη διδασκαλία Του «γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». Μέσα λοιπόν στο πλαίσιο αυτό θα παραθέσουμε με σαφήνεια όλα εκείνα τα στοιχεία που θα αποδείξουν ότι οι εκατέρωθεν διεκδικήσεις έχουν ως υπόβαθρο φιλοδοξίες, πείσματα και προπαντός εγωισμούς. Δηλαδή, με λόγια σταράτα δεν έχουν να κάνουν με τις διδαχές του Χριστού και τον Θεό.
Για του λόγου το αληθές θα επιχειρήσουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή δύο περίπου δεκαετιών πίσω, τότε δηλαδή που το Οικουμενικό Πατριαρχείο αξίωσε με επιστολή του να τηρηθούν επακριβώς τα όσα προβλέπουν ο Πατριαρχικός Τόμος του 1850 και η Πατριαρχική Πράξη του 1928. Ήταν επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Δημητρίου, τον προκάτοχο του νυν Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Οι αξιώσεις αυτές ανησύχησαν την Εκκλησία της Ελλάδος αλλά ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ τις αντιμετώπισε με ευθύτητα και εγκαίρως, μ’ αποτέλεσμα να αδρανοποιήσει τις όποιες αξιώσεις του Φαναρίου. Μάλιστα από τότε η Αθήνα διέγνωσε ότι πίσω από την απρόσμενη κίνηση του Φαναρίου κρυβόταν ο τότε Φιλαδελφείας Βαρθολομαίος. Και η διάγνωση αυτή επαληθεύτηκε όταν αναρριχήθηκε στον Πατριαρχικό θρόνο ο νυν Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Τότε επαναλήφθηκαν τα αιτήματα του Σεπτού Κέντρου προκαλώντας την έντονη δυσαρέσκεια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Με το σθένος όμως που επεδείκνυε προς τους πολιτικούς άνδρες και την ηγεσία του τόπου δεν επέτρεψε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να εμμείνει στα αιτήματά του.
Αυτό όμως δεν σήμαινε πως η Κωνσταντινούπολη θα εγκατέλειπε τους στόχους. Με τη χρήση της γνωστής διπλωματίας, που για τους ανθρώπους του Πατριαρχείου έχει γίνει βίωμα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος άρχισε να προετοιμάζει το έδαφος. Έτεινε χέρι φιλίας προς κάθε άνθρωπο, κάθε πιστό, κάθε κληρικό ή λαϊκό μέλος της Εκκλησίας και άρχισε να προσεγγίζει τις πολιτικές αρχές του τόπου. Ταυτόχρονα παρακολουθούσε τις εσωτερικές εξελίξεις στην Εκκλησία της Ελλάδος. Ο πρώτος στόχος του Πατριάρχη Βαρθολομαίου είναι να επαναφέρει πάση θυσία το παλαιό καθεστώς διοίκησης στις εκκλησιαστικές επαρχίες που παραχώρησε εξ ανάγκης στην Εκκλησία της Ελλάδας, στερούμενο μια πηγή στήριξης... Ο δεύτερος και πιο μακροπρόθεσμος στόχος είναι να πιέσει προς την κατεύθυνση της άρσης του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο οποίο αναγκάστηκε να συγκατατεθεί και ουδέποτε παραχώρησε με τη θέλησή του. Οι δύο αυτοί στόχοι κατά το μύχιο σκεπτικό του Σεπτού Κέντρου της Ορθοδοξίας θα προσέδιδαν μια δυναμική στο Οικουμενικό θρόνο, η οποία θα συνέβαλε στην ενίσχυση του ρόλου του Πατριαρχείου μέσα στο νέα ευρωπαϊκή κατάσταση που δημιουργείτο.
Με την άνοδο λοιπόν του νέου Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου το Φανάρι κατανόησε πως υπάρχουν τα περιθώρια για την επίτευξη των στόχων του. Και αυτό, γιατί η αρχική απειρία του κ. Χριστοδούλου που προσέδωσε ο ενθουσιασμός της επιτυχίας σε συνδυασμό με την υπέρμετρη φιλοδοξία που απόρρεε από τη φιλοσοφία της οργάνωσης που γαλουχήθηκε, τη Χρυσοπηγή δημιουργούσαν πρόσφορο έδαφος... Έτσι, η πρώτη δυνατή κρίση αντιπαράθεσης ήρθε ένα μήνα μετά την ενθρόνιση του νυν Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου κατά τις συνομιλίες που έγιναν τον Ιούνιο του 1998 στο Φανάρι. Εκτιμώντας πως εκπληρώθηκε το όνειρο του ο κ. Χριστόδουλος άρχισε να βάζει νέους στόχους. Η σκέψη πως η Ελλάδα ήταν η πρώτη Ορθόδοξη χώρα δημιουργούσε νέες φιλοδοξίες. Έτσι, η ίδρυση γραφείου στις Βρυξέλες που θεωρούσε πως θα εκπλήρωνε ένα πρώτο στόχο ανταλλάχθηκε με την ίδρυση γραφείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα. Στο νου του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου περνούσαν αλήθεια διάφορες ιδέες, που όταν εμμέσως δημοσιοποιούνταν τότε άρχιζε το πανηγύρι της αντιπαράθεσης. Η ιδέα της μνημόνευσης ως Πρώτου από όλες τις Μητροπόλεις έκρυβε τη μύχια επιθυμία της ενίσχυσης του θρόνου του και έφθανε μέχρι και τη σκέψη ίδρυσης Πατριαρχείου.
Με προσεκτικά λοιπόν βήματα το Φανάρι πατώντας σε λάθη που προκαλούσε η άμετρη φιλοδοξία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου προωθούσε τους στόχους του και ενίσχυε την παρουσία του ακόμη και μέσα στην Ιεραρχία, κάτι που δεν μπορούσε κατά την περίοδο του μακαριστού Σεραφείμ. Έτσι προκλήθηκαν η μία μετά την άλλη οι συγκρούσεις από αστείες αφορμές. Τελευταία είναι αυτή που εκδηλώθηκε την εβδομάδα που πέρασε που αφορά την θρονική εορτή, που επιχειρεί μέσα στο πλαίσιο των ανωτέρω φιλοδοξιών.
Οι πιστοί λοιπόν κατανοούν πως οι δύο Προκαθήμενοι συγκρούονται για πράγματα μη αρεστά στο Θεό, για ιδέες που γεννά η μηχανορραφία του Σατανά και όχι για ζητήματα ουσίας. Για παράδειγμα, για τον Ορθόδοξο συνειδητοποιημένο χριστιανό ζήτημα ουσίας αποτελεί το σαράκι της εκκοσμίκευσης που ταλαιπωρεί το χριστεπώνυμο ποίμνιο. Ζήτημα ουσίας αποτελεί η έλλειψη ένθερμου κατηχητικού πνεύματος. Ζήτημα ουσίας αποτελεί η προώθηση ανικάνων στον ιερό κλήρο και από τις δύο πλευρές. Ζήτημα ουσίας αποτελεί η κατάσταση χλιαρότητα και η απουσία της δυναμικής που χαρακτήριζε τους Πατέρες και τους μεγάλους εκκλησιαστικούς ταγούς.
Για τέτοια ζητήματα οι αντιπαραθέσεις και οι ανταγωνισμοί θα ήταν αρεστές στο Θεό γιατί θα προσέβλεπαν στην δόξα της Αγίας Τριάδος και στην ενίσχυση –θωράκιση των πιστών στην πορεία προς τη σωτηρία τους. Και ο πιστός λαός θα χαιρόταν για την αγιότητα τέτοιων εκκλησιαστικών ταγών. Δυστυχώς όμως τέτοιοι στόχοι απουσιάζουν όπως έχει αποδειχθεί από τη σύγχρονη Ορθόδοξη εκκλησιαστική ηγεσία, μ’ αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται σε καταστάσεις που χαροποιούν όλους αυτούς που αντιμάχονται τον Χρισtό.

Συντάκτης: Δ.Μ.

Νέα δεδομένα για την Αθήνα δημιουργεί η κοινή συμφωνία- «προικοσύμφωνο» με το Φανάρι

Νέα δεδομένα για την Αθήνα δημιουργεί η κοινή συμφωνία- «προικοσύμφωνο» με το Φανάρι

Με τη μορφή ανακοίνωσης και ως δεδομένες θα παρουσιασθούν στην Ιερά Σύνοδο οι αποφάσεις της διμερούς συνομιλίας της Κωνσταντινούπολης!

«Η διμερής συμφωνία αποδεικνύει, ως λέγεται από εκκλησιαστικούς και πολιτειακούς παράγοντες περίτρανα ότι όλα στην σύγχρονη εκκλησιαστική διοίκηση είναι ρηχά και οι ηγήτορες παίζουν σαν να είναι σκάκι με τα ζάρια».

Η συμφωνία που προέκυψε μετά τις διμερείς συνομιλίες διάρκειας επτά ωρών του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος στο Φανάρι εκτιμάται από πολλούς εκκλησιαστικούς και πολιτειακούς παράγοντες πως θα δημιουργήσει μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία. Δεν αποκλείεται μάλιστα να προκαλέσει τέτοιους τριγμούς στις σχέσεις με την Πολιτεία, που πιθανόν να συντελέσουν στην επιτάχυνση του «διαζυγίου» η χωρισμού των σχέσεων τους, το οποίο υποκινούν σκοτεινοί κύκλοι του παρασκηνίου.
Και αυτό γιατί επ’ ουδενί η ελληνική κυβέρνηση ανεξαρτήτως κυβερνώντος κόμματος πρόκειται να αποδεχθεί το αίτημα της Κωνσταντινούπολης ούτως ώστε το νομοθετικό της έργο που αφορά την Εκκλησία να προϋποθέτει και να εξαρτάται από την έγκριση του Πατριαρχείου.

Η διμερής συμφωνία αποδεικνύει, ως λέγεται από τους ανωτέρω παράγοντες περίτρανα ότι όλα στην σύγχρονη εκκλησιαστική διοίκηση είναι ρηχά και οι ηγήτορες παίζουν σαν να είναι σκάκι με τα ζάρια. Η Εκκλησία πρέπει να είναι δυναμική και να έχει πυγμή, πίστη στον Θεό και όχι συμφέροντα οικονομικά. Τα στοιχεία τούτα εμφανώς απουσιάζουν από την Εκκλησία της Ελλάδος.

Ας μην λησμονούμε ακόμη πως στόχος της Εκκλησίας είναι η σωτηρία η οποία ταυτίζεται πάντοτε με τον Θεό και όχι με το χρήμα. Και αυτός ο στόχος καθιστά τους ρόλους ανιδιοτελείς και ειλικρινείς. Ως εκ τούτου ο ρόλος της Μητέρας είναι πάνω από όλα θυσιαστικός. Μία μάννα δηλαδή θυσιάζεται για τα παιδιά της και ουδέποτε απαιτεί απ’ αυτά να επιστρέψουν τα όσα με αγάπη πρόσφερε. Μία μάννα βγάζει τη μπουκιά από το στόμα της για να τη δώσει στα παιδιά της. Μία μάννα χαίρεται να αντικρύζει την πρόοδο των παιδιών της και ουδέποτε παύει να αποτελεί το παράδειγμα της σταυροαναστάσιμης θυσίας που ανοίγει τις πύλες του Παραδείσου. Μία μάννα δεν διατηρεί τον ομφάλιο λώρο με τους γιους και τις θυγατέρες αλλά καθίσταται ευλύγιστο και δυνατό τόξο ώστε να δώσει την ώθηση στα παιδιά της που αποτελούν τα βέλη να φθάσουν μακρύτερα απ’ αυτήν...
Είναι λοιπόν παράλογο, να λογίζεσαι Μητέρα Εκκλησία και να συμπεριφέρεσαι αντίθετα με το ρόλο σου. Να απαιτείς, να απειλείς, να εκβιάζεις ως κακιά μητριά... από τη θυγατέρα Εκκλησία. Και αυτά τα τρία χαρακτηριστικά στοιχεία φαίνεται να κυριαρχούν, ως σχολιάζουν οι ίδιοι κύκλοι στη διμερή συνομιλία, η οποία είχε ως τελική κατάληξη την προικοδότηση της Μητρός Εκκλησίας. Η όλη συμφωνία λογίζεται ως ένα «προικοσύμφωνο», το οποίο στην περίπτωση της μη τηρήσεώς του θα υπάρξουν συνέπειες...!

Τι περιλαμβάνει το «προικοσύμφωνο» της θυγατέρας προς την Μητέρα Εκκλησία!

Αναλυτικά λοιπόν η συμφωνία προβλέπει πλέον την ανάγκη τροποποιήσεως του νόμου 590/1977, που αποτελεί τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ούτως ώστε να εφαρμόζονται εφεξής οι όροι της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928! Προς τούτο συμφωνήθηκε ότι:
1. Είναι αναγκαία δια την εναρμόνιση του καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την ως άνω πράξη η έναρξη της καταλλήλου διαδικασίας τροποποιήσεως των σχετικών άρθρων του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

2. Μέχρι της ολοκληρώσεως της ως άνω διαδικασίας θα τηρούνται όλοι οι όροι της πράξεως.

3. Ολοκληρουμένης της προετοιμασίας για την τροποποίηση του καταστατικού χάρτου αποσταλήσεται ούτος εν σχεδίω οφειλετικώς εγκαίρως τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω προ της ψηφίσεως αυτού προς έκφραση γνώμης και συμφωνίας. Η αυτή διαδικασία συνεφωνήθη όπως τηρείται και δια παν νομοθέτημα αφορών εις τα εν Ελλάδι εκκλησιαστικά πράγματα όταν ταύτα άπτονται των σχέσεων των δυό Εκκλησιών, κατά την κρίσιν αυτών".
Το δεύτερο σκέλος του πρακτικού της συμφωνίας αναφέρεται στο θέμα των αποσπάσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος σε μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο εξωτερικό. Η απαγόρευση από το Φανάρι προς τους Ιεράρχες του θρόνου να αλληλογραφούν απ’ ευθείας με την Εκκλησία της Ελλάδος, λόγω της γνωστής αντιπαράθεσης με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο είχαν δημιουργήσει δυσκολίες γραμματειακής κυρίως υφής και στο θέμα των αποσπάσεων. Η Αθήνα λοιπόν κλήθηκε και πάλι να μεταβάλλει τις θέσεις της προς όφελος της Μητρός Εκκλησίας...

Ως ανέλπιστη ευεργεσία λογίζεται επίσης η μετατροπή του γραφείου που διατηρεί η Εκκλησία της Ελλάδος στις Βρυξέλλες σε υποδιεύθυνση του αντίστοιχου γραφείου που διατηρεί εκεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. «Αναγνωρισθείσης της αδηρίτου ανάγκης ενιαίας εκφράσεως της φωνής της Ορθοδοξίας παρά τη Ευρωπαϊκή Ένωση αι αδελφαί Εκκλησίαι συνεφώνησαν όπως κινηθούν προς την κατεύθυνση των απαραιτήτων θεσμικών αλλαγών δια την ενιαία ταύτην έκφρασιν". Η εναλλαγή των όρων Μητρός, θυγατέρας και αδελφής Εκκλησίας γίνεται κατά το δοκούν, όπως παρατηρούν εκκλησιαστικοί κύκλοι, ώστε να εξυπηρετείται αποκλειστικά και μόνο το Σεπτό Κέντρο της Ορθοδοξίας μας.

Φυσικά επικαλυμμένα στη συμφωνία περιλαμβάνεται και η έμμεση αποδοχή της πρότασης του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Θεοκλήτου (σημ. συμμετείχε στις συνομιλίες) σε αθηναϊκή εφημερίδα περί της αναβαθμίσεως της αντιπροσωπείας του Πατριαρχείου στην Αθήνα σε Εξαρχία. Δεδομένων των αντιδράσεων Συνοδικών Ιεραρχών, οι οποίες φέρεται πως είχαν διατυπωθεί προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και τη δέσμευση του τελευταίου ότι δεν πρόκειται να συζητήσει τίποτε επιπλέον από την Πατριαρχική Πράξη του 1928 η τέταρτη συμφωνία των δυό πλευρών έκρινε αναγκαία την αναβάθμιση αορίστως του γραφείου. «Διεπιστώθη ότι το επίπεδον εκπροσωπήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρά τη Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι αντάξιον του κύρους και της θέσεως της Πρωτοθρόνου Ορθοδόξου Εκκλησίας και συνεφωνήθη ότι το θέμα τούτο χρήζει της καταλλήλου αναβαθμίσεως».

Το αξιοπρόσεκτο σημείο πάντως που προκαλεί αλγεινή εντύπωση είναι ότι η ιδιότυπη «προίκα» της θυγατρός Εκκλησίας της Ελλάδος προς τη δοκιμαζόμενη μαρτυρική Μητέρα θα επιχειρηθεί με τη μορφή ανακοινώσεως και όχι της επιβεβλημένης εγκρίσεως να παρουσιασθεί στην Ιερά Σύνοδο. Σύμφωνα λοιπόν με το πρακτικό, όσα συμφωνήθηκαν στις συνομιλίες θα ανακοινωθούν στην Ιερά Σύνοδο τόσο της Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δεν αποκλείεται μάλιστα να περάσουν με τη «χρήση» της αρχιεπισκοπικής εξουσιοδοτήσεως, όπως και όλα τα άλλα για να καμφθούν οι όποιες διαφωνίες και αντιδράσεις!
Για την ιστορία αναφέρουμε ότι στη συμφωνία συμμετείχαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, οι μητροπολίτες Πέργης Ευάγγελος, Περγάμου Ιωάννης, Φιλαδελφείας Μελίτων, Σεβαστείας Δημήτριος και Μύρων Χρυσόστομος, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και από την πλευρά της Εκκλησίας της Ελλάδος οι μητροπολίτες Νέας Κρήνης Προκόπιος, Ιωαννίνων Θεόκλητος, Ζακύνθου Χρυσόστομος και Τρίκκης Αλέξιος. Σύμφωνα με το πρακτικό συμφωνίας που εκδόθηκε οι συνομιλίες "διεξήχθησαν εις θερμόν κλίμα αδελφοσύνης ειλικρινείας αρμονικής συνεργασίας και αλληλεγγύης εις επισφράγισιν των αδιάσπαστων ιστορικών και άλλων δεσμών μεταξύ των δυό Εκκλησιών".

Ιδιότυπο καθεστώς αιχμαλωσίας της Αθήνας από το Φανάρι

Ιδιότυπο καθεστώς αιχμαλωσίας της Αθήνας από το Φανάρι

Τα μύχια σχέδια και η άνευ όρων αποδοχή τους από τον «Αρχιεπίσκοπο του άστεως των Αθηνών» Ιερώνυμο

«Η χορηγία της διοικητικής αυτοκεφαλίας και αυτοτελείας, δεν εκριζώνει την κληματίδα εκ της πρωτογενούς αμπέλου, ούτε παραχαράσσει όρια τεθέντα κατά τας Οικουμενικάς Συνόδους και συμφωνηθέντα υπό των πατέρων της Εκκλησίας. Προς τούτο και ό,τι "άτακτα" βλαστάνει εκ της αμπέλου της Εκκλησίας ως "λαίμαργος παραφυάς", θεωρείται επιβλαβές βλάστημα και ως "μη ποιούν καρπόν καλόν, κόπτεται και εις πυρ βάλλεται».
Τα ανωτέρω προσεκτικά διατυπωμένα λόγια του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην ομιλία του κατά το συλλείτουργο με τον «Αρχιεπίσκοπο του άστεως των Αθηνών» όπως αποκάλεσε τον κ. Ιερώνυμο σηματοδοτούν μια σειρά πολλαπλών αλλαγών που στην ουσία αποτελούν την αφετηρία μιας μεγάλης περιπέτειας στην οποία εξ ανάγκης φαίνεται να εισέρχεται «ελέω Κωνσταντινουπόλεως» η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος.

Ο στόχος μάλιστα, όπως αναφέρουν εκκλησιαστικοί κύκλοι της νέας αυτής πορείας, που ήδη όπως διαπιστώνεται χαράσσεται μονομερώς από το Φανάρι για λογαριασμό της Αθήνας δεν αποβλέπει στην πνευματική αναβάθμιση ούτε στον προσδοκούμενο επανευαγγελισμό των πιστών αλλά στην αποδοχή μιας έμμεσης αρχικά διοικητικής υποτέλειας στη βάση της επαναφοράς της σχέσης του ραγιά με το δυνάστη Οθωμανό.
Και η διοικητική τούτη υποτέλεια αν και εκ πρώτης όψεως αποβλέπει στην σταδιακή αποδυνάμωση του τόμου του 1850 περί της Αυτοκεφαλίας μέσα από τη σταδιακή ρήξη της ευεργετικής όπως αποδείχθηκε για το Έθνος σχέσης Εκκλησίας –Πολιτείας εν τούτοις εμπεριέχει τον κίνδυνο μεταβολής της μακραίωνης παράδοσης του Σεπτού Κέντρου της Ορθοδοξίας μας, η οποία είχε ως βάση την αρχή της ανιδιοτελούς διακονίας και ευαγγελικής προσφοράς... Και η αρχή αυτή καθιστούσε το Πατριαρχείο ως τροφό και Μητέρα Εκκλησία του Γένους και όχι μόνο προσδίδοντας μια ουράνια δυναμική και ένα μη αμφισβητούμενο κύρος που λειτουργούσε ως πέπλο προστασίας στο διάβα των αιώνων. Σ’ αυτήν ακριβώς την αρχή βασίστηκε η διάδοση του χριστιανισμού στους Σλάβους και τους Ρώσους, στους Αρμενίους και τους Γεωργιανούς.
Με βάση αυτή την ευλογημένη αρχή το μαρτύριο μετατρεπόταν σε ομολογία και μαρτυρία και λειτουργούσε ευεργετικά στη ζωή των πιστών.

Ο διακονικός αυτός ρόλος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ωστόσο φαίνεται ξεκάθαρα πλέον πως μεταβλήθηκε σταδιακά εδώ και ένα αιώνα σε μητριαρχικό, κυριαρχικό, απόλυτο, κοσμικό, οικουμενιστικό ρόλο. Και αυτό δικαιολογεί την ολοφάνερη σύμφωνα με εκκλησιαστικούς κύκλους κενοδοξία και την ανεξέλεγκτη τάση αρχομανίας. Το τελευταίο φαρισαϊκό επί το πλείστον γνώρισμα δικαιολογείται με την επιστράτευση της πρωτοκαθεδρίας. Και εκφράζεται με την επανάκτηση δικαιοδοσιών που εκλαμβάνονται κυρίως ως κοσμικού αυτοκρατορικού τύπου ανακτήσεις εδαφών και όχι ως αύξηση της διακονικής απωλεσθείσας ως διαπιστώνεται ένθεης ευλογημένης ανιδιοτελούς συμπεριφοράς.

Υπό το πρίσμα αυτό η κουρασμένη και αποκομμένη από τον τριαδικό Θεό γηραιά Ήπειρος με την Ενωμένη πλέον Ευρώπη λογίζεται πλέον όχι ως πεδίο νέας αποστολικής δράσης και διάδοσης του ευαγγελικού λόγου όπως ακριβώς τον βίωσε και συνεχίζει να τον βιώνει η Ορθοδοξία αλλά ως πεδίο εκκλησιαστικο -πολιτικής ισχύος και προβολής και αναγνώρισης κοσμικής με την εξασφάλιση βαρύγδουπων ανούσιων τίτλων. Αντίληψη που ταυτίζεται απολύτως με την αποτυχημένη δράση της αιρετικής και αποτυχημένης σήμερα πορείας της Ρωμαιοκαθολικής –Παπικής Εκκλησίας του ενός ανδρός που ουσιαστικά έσπρωξε την Ευρώπη στην αθεΐα και στην αποδοχή μιας χαλαρής σχέσης του χριστιανού με τον τριαδικό Θεό.
Μια τέτοια στροφή μάλιστα προς την Ευρώπη εκ μέρους του Φαναρίου καθίσταται επιτακτική ανάγκη λόγω της βεβαίας απώλειας της άμεσης επιρροής του στην Ορθόδοξη Εκκλησία των ΗΠΑ. Γιατί ως «απώλεια» νοείται για το Πατριαρχείο η ασφυκτική πίεση που ασκείται για χορήγηση Αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας Αμερικής... Ως εκ τούτου η ένθερμη υποστήριξη από το Φανάρι της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. πέραν της λειτουργικής διευκόλυνσης που θα παρέχει στο Πατριαρχείο στην ουσία αποτελεί τη βάση για την επίτευξη του ευρωπαϊκού κοσμικού –οικουμενιστικού στόχου του. Γιατί το ενδεχόμενο της χορήγησης Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία των ΗΠΑ επιβάλλει για οικονομικούς κυρίως λόγους και όχι για πνευματικούς την αναπροσαρμογή της όλης εκκλησιαστικής πολιτικής του Πατριαρχείου.

Γι’ αυτό και η επαναφορά της διοίκησης των επαρχιών που είχε στην Ελλάδα και η επιστροφή των προνομίων που είχε επί Οθωμανικής περιόδου αποτελεί πλέον μονόδρομος και ανάγκη της νέας εκκλησιαστικής πολιτικής. Η επανάκτηση άλλωστε των επαρχιών τούτων από την Κωνσταντινούπολη λογίζεται κυρίως ως γεωμετρική αύξηση των εσόδων του και μάλιστα σε νόμισμα πολύ πιο ισχυρό πλέον, όπως είναι το ευρώ έναντι του δολαρίου... Και αυτό σημαίνει για τους παροικούντες εν Φαναρίω συνέχιση της μη προσδοκόμενης ευρωστίας ειδικά των τελευταίων δύο δεκαετιών κυρίως λόγω των εξ Αμερικής κονδυλίων των ομογενών που αντήλλασσαν τον τίτλο του άρχοντα με πακτωλούς δολαρίων...

Ως φυσικό λοιπόν επακόλουθο ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος να απαιτήσει «εδώ και τώρα» την εξαργύρωση της μακραίωνης φιλίας που φρόντιζε να διατηρεί με τον χαμηλών τόνων Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο από το καιρό που ο τελευταίος υπηρετούσε ακόμη ως Μητροπολίτης Θηβών και «συνδιοικητής», όπως τον αποκάλεσε ο Πατριάρχης της Εκκλησίας της Ελλάδος!!!

Και όπως άφησε να εννοηθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το διεθνές πλέον κύρος του που ενισχύεται μέσα από παγκόσμιες δήθεν τιμητικές αναγνωρίσεις (βλ. πράσινος Πατριάρχης, ισχυρός άνδρας κατά το περιοδικό ΤΙΜΕ κ. ά.) αλλά και εκ της αγαστής πολιτικής αμιγώς σχέσης του με το Λευκό Οίκο και την «υπερδύναμη» υπό την κοσμική φυσικά αντίληψη Αμερική δεν θα διστάσει να αμφισβητήσει νόμους, πράξεις και αποφάσεις ανωτάτων ελληνικών θεσμικών πολιτειακών οργάνων προκειμένου να πετύχει τον στόχο του, επιστρατεύοντας και επικαλούμενο ιερούς κανόνες και Οικουμενικές Συνόδους!

Αυτός ήταν και ο λόγος της έμμεσης απόρριψης νόμων διατάξεων και τροποιητικών πράξεων και αποφάσεων της Πολιτείας προσθετικών ή αφαιρετικών που έπονται του Πατριαρχικού τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928 μέσα στο πλαίσιο της αρχής συναλληλίας που διέπει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας μέχρι σήμερα...
Η στρατηγική προσέγγισης εξάλλου ισχυρών Ελλήνων ανδρών παντός είδους εκτελεστικής εξουσίας ακόμη και με την αλόγιστη ως αποδεικνύεται χορήγηση άτυπων τίτλων τιμής (άρχοντες) απέβλεπε σύμφωνα με εκκλησιαστικούς παράγοντες στην εξουδετέρωση κάθε μορφής αντίδρασης. Έτσι, ο κατάλογος των φίλων του Πατριαρχείου πλέον συμπεριλαμβάνει από τραγουδιστές μέχρι δικαστικούς, από ποδοσφαιριστές μέχρι πολιτικούς, από καλαθοσφαιριστές μέχρι εφοπλιστές, από απλούς μοναχούς και ιεροψάλτες μέχρι ανυποψίαστους Επισκόπους και Μητροπολίτες... Ο υψηλός τίτλος του «άρχοντα» και η ψευδαίσθηση μιας προνομιακής μεταχείρισης αφόπλιζε με περίτεχνο φαναριώτικο τρόπο τις προσωπικότητες εκείνες που θα μπορούσαν να διαφωνήσουν ή να ασκήσουν κριτική σε ένα κοσμικά ενδεδυμένο σήμερα παραπαίοντα θεσμό του γένους μας.

Εκ των ανωτέρω μη αμφισβητούμενων πλέον γεγονότων η επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο δύναται να εκληφθεί και ως εκ του ασφαλούς αρχή για επιστροφή σε θέσμια και όρους που ίσχυαν προ του 1850 με την έμμεση αποδοχή μιας χαλαρής συνδιοίκησης που επαναφέρει στο προσκήνιο προνόμια που είχε το Πατριαρχείο κατά την περίοδο της σκλαβιάς, δηλαδή επί της Οθωμανικής εποχής. Συνδιοίκηση που θα επιβάλλει πλέον στην Πολιτεία και στην Εκκλησία της Ελλάδος τον δεσμευτικό όρο της εγκρίσεως των νόμων που θα αφορούν την Εκκλησία της Ελλάδος από την Κωνσταντινούπολη. Στην ουσία καθιερώνεται ένας ιδιότυπο καθεστώς αιχμαλωσίας και υποτέλειας στην ήδη κουτσουρεμένη Αυτοκεφαλία, κάτι το οποίο χαρακτηρίζεται ανεπίτρεπτο από τους εκκλησιαστικούς ανώτατους παράγοντες. Και γι’ αυτό οι αντιδράσεις μέσα στις Ιεραρχία από τους λιγοστούς πλέον τολμηρούς Ιεράρχες –μη εκφραστές της πολιτικής των λιμναζόντων υδάτων, της μουγκαμάρας, και της υποτέλειας θεωρούνται κάτι παραπάνω από βεβαίες.
Οι τυχόν πάντως διαφωνίες που θα ανακύψουν στην επιβαλλομένη εκ του Φαναρίου συνδιοίκηση θα χαρακτηρίζονται, όπως προανήγγειλε ο ίδιος ο Πατριάρχης ως «άτακτα» βλαστάρια και «λαίμαργες παραφυάδες» που θα πρέπει να «βάλλονται στο πυρ»! Δηλαδή, οι Βατικάνειες τιμωρίες με συνοπτικές διαδικασίες του ισχυρού εκκλησιαστικού ανδρός (βλ. αναβαθμισμένου νέου Οικουμενικού Πατριάρχη), που θα ενδύονται με την ψευδαίσθηση της Συνοδικότητας θα συνιστούν την μόνιμη απειλή σε όσους τυχόν θελήσουν να αμφισβητήσουν το νέο καθεστώς ομηρίας, το οποίο πειραματικά ξεκινά από την Εκκλησία της Ελλάδος.
Στόχος μάλιστα είναι, όπως εκτιμούν ανώτατοι εκκλησιαστικοί παράγοντες η εκκλησιαστική πρωτοφανής στα δρώμενα της ορθοδόξου Εκκλησίας αυτή ομηρία να επεκταθεί σ’ όλη την Ενωμένη Ευρώπη και να συμπεριλάβει ως «εκκλησιαστικές υποδιευθύνσεις» και άλλες χώρες μέλη της Ε.Ε., όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Πολωνία. Με το αιτιολογικό της μίας εκκλησιαστικής κεφαλής ανάλογης αυτής της Παπικής Εκκλησίας εμμέσως επιχειρείται να θεσπιστεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία καθεστώς ανάλογου αυτού του Πάπα, πρόσθεταν οι ίδιοι παράγοντες. Πάντως τα προβλήματα τώρα μόλις αρχίζουν να αναφύονται για την δοκιμαζόμενη Εκκλησία της Ελλάδος και το άτυπο διευθυντήριο Ιεραρχών που λειτουργεί και έχει θεσπιστεί από τον νέο «μητροπολίτη του άστεως των Αθηνών» Αρχιεπίσκοπο
Ιερώνυμο....................................................................http://www.orthodoxia.gr/images/spacer.gif

«Βόμβα» στη δομή και τα θεμέλια της Εκκλησίας της Ελλάδος

«Βόμβα» στη δομή και τα θεμέλια της Εκκλησίας της Ελλάδος

Αποτελεί η ανακήρυξη από το Φανάρι σταυροπηγίων στα Μέγαρα και στη Σαλαμίνα

«Στην Ορθόδοξη πίστη, ως νοθεία νοείται και εκλαμβάνεται η εγωιστική εκδήλωση συμπεριφοράς, που γίνεται αιτία απομάκρυνσης από τη συχνότητα του ουρανού».

Σημαντικότατη θέση στην παρακαταθήκη που άφησε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στους μαθητές του και φίλους του και αδελφούς τους, δηλαδή σ’ όλους εμάς που θέλουμε να φέρουμε το όνομα χριστιανός είναι η άρρηκτη σύνδεση της αγάπης ανάμεσά τους. Αρετή που κατά τον Απόστολο Παύλο αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της όλης χριστιανικής βιωτής, αφού αποτελεί τη βάση σωτηρίας της ψυχής.

Στο διάβα ωστόσο, των αιώνων οι μετέπειτα χριστιανοί φέραμε τις διδαχές του Κύριου σύμφωνα με τα μέτρα μας. Πάψαμε δηλαδή να ξεχωρίζουμε στην κοινωνία και να γινόμαστε παράδειγμα προς μίμηση από την μεταξύ μας αγάπη. Νοθεύσαμε τους λόγους του Χριστού και «βολευτήκαμε» σε ένα καταστροφικό ωχαδελφισμό προκειμένου να κρατήσουμε τις καρέκλες οποιαδήποτε εξουσίας που κατά παραχώρηση του Υψίστου λάβαμε. Το γεγονός αυτό είναι φυσικό να προκαλεί τριγμούς και διχασμούς στις σχέσεις μας και να δημιουργεί τριβές και οξύνσεις. Και αυτό γιατί στην Ορθόδοξη πίστη, ως νοθεία νοείται και εκλαμβάνεται η εγωιστική εκδήλωση συμπεριφοράς, που γίνεται αιτία απομάκρυνσης από τη συχνότητα του ουρανού.

Η αρχική μικρή χαραμάδα που αφήνουμε στον δαιμονικό αυτό επηρεασμό μετατρέπεται σταδιακά σε παράθυρο και ορθάνοικτη πύλη. Έτσι, η τρωθείσα εκ της παρουσίας των δαιμόνων ψυχή γίνεται εστία μολύνσεως, που καθηλώνει τον πληγέντα σε επιδιώξεις εφήμερες και προσκολλήσεις γήινες και τιποτένιες και απομακρύνουν τον Χριστό. Προξενεί μία τύφλωση, ένα διαρκές σκοτάδι, το οποίο είναι ευδιάκριτο στα μάτια των πιστών, όσο και αν επιχειρείται από τον ασθενούντα να κρυφθεί μέσω της επιστράτευσης της καταγγελθείσας από τον Χριστό μας φαρισαϊκής υποκρισίας και συμπεριφοράς!
Αν τα ανωτέρω αφορούν λαϊκούς, απλούς πιστούς και δημιουργούν σαφώς αλγεινή εντύπωση, πόσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα στις περιπτώσεις που έχουν να κάνουν με ανώτατους ρασοφόρους. Εκεί τα δαιμονικά χτυπήματα είναι πιο εμφανή και οι εστίες μολύνσεως εξελίσσονται σε βαλτόνερα...
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ιερωμένων και αντιπροσώπων του Κυρίου στη γη οφείλει να είναι η μεταξύ τους αγάπη, εκ της οποίας προέρχεται η διάκριση, η τυφλή υπακοή στο θέλημα του Θεού, η θυσία, η ολοκληρωτική προσήλωση του νου στη σωτηρία και τη βασιλεία των ουρανών, δηλαδή στον Παράδεισο. Πρέπει να λειτουργούν οι ρασοφόροι μας και να είναι ως ενσαρκωμένοι άγγελοι επί της γης ώστε να δοξολογείται αδιαλείπτως ο Θεός σε γη και ουρανό. Να ευχαριστούν εκ βάθους καρδίας ψυχή και σώματι το Θεό ημέρα και νύχτα. Να μετατραπούν σε τόπο που μονίμως θα κατοικεί το Άγιο Πνεύμα. Να ζουν με λίγα λόγια ως άγιοι.
Δυστυχώς, όμως η αγιότητα σήμερα έπαψε να αποτελεί τον διαρκή πόθο λαϊκών και ρασοφόρων. Στη θέση της εισήλθε η εφήμερη δόξα, η επιδίωξη κοινωνικής αναγνώρισης μιας εγωπαθούς προσωπικότητας, η μέθη μίας ψευδεπίγραφης ευτυχίας μέσα από τις κάθε είδους απολαύσεις και τέρψεις που επικεντρώνονται στο σώμα. Ο προσανατολισμός αυτός της ανθρωπότητας εκ των πραγμάτων εκφράζεται στην καθημερινότητα ως ασέβεια προς τον συνάνθρωπο και καταλήγει σε μία ιδιότυπη δαιμονική εχθρότητα στις ανθρώπινες σχέσεις. Και λέμε ιδιότυπη διότι σύμφωνα με τις διδαχές του ευαγγελίου μας ο μοναδικός εχθρός του Χριστιανού είναι ο εκπεσών Σατανάς και το τάγμα του που χρησιμοποιούν κάθε μέσον προκειμένου να αποτρέψουν τη σωτηρία και να επιφέρουν την απώλεια, μέσω της προβολής της ψευδαίσθησης ευδαιμονίας...

Το πιο τραγικό μάλιστα είναι η περιγραφόμενη εχθρότητα να παρατηρείται σε μείζονες εκκλησιαστικούς θεσμούς, και να προκαλείται από ανώτατους ρασοφόρους, που θα έπρεπε όχι μόνο να ακολουθούν κοινή γραμμή πλεύσης αλλά να αποτελούν και τρανό δείγμα γραφής μίας γνήσιας και σπάνιας σήμερα αγαπητικής ειλικρινούς σχέσης.
Δεν μπορεί δηλαδή να γίνεται το αλλαλούμ και κάθε δεσπότης να κάνει του κεφαλιού του. Ιδιαίτερα μάλιστα οι φερόμενες ως κεφαλές των τοπικών Εκκλησιών και δη ο Οικουμενικός Πατριάρχης μας και ο Αρχιεπίσκοπος μας έχουν καθήκον μίας ενιαίας εν Χριστώ συνοδοιπορίας. Διότι το ενιαίο φέρνει την αγνή και άδολη συνεργασία που είναι απαραίτητη προϋπόθεση επίλυσης σοβαρών και μειζόνων εκκλησιαστικών θεμάτων.
Επ’ ουδενί λοιπόν έπρεπε ο ασθενής σήμερα γέροντας Μητροπολίτης Μεγάρων και Σαλαμίνος Βαρθολομαίος να προτείνει στο Φανάρι, να συστήσει και εκείνο να αποδεχθεί την ανακήρυξη δυό Μονών της εκκλησιαστικής περιφέρειάς του σε Σταυροπήγια Πατριαρχικά μοναστήρια εν αγνοία της προϊσταμένης του αρχής, δηλαδή της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με όλο το σεβασμό που τρέφουμε στην αρχιερωσύνη του και στο γήρας του θεωρούμε πως η ενέργεια αυτή είναι πέρα ως πέρα αδικαιολόγητη, αφού δύναται στις παρούσες συνθήκες να επιφέρει σοβαρότατα πλήγματα στην όλη δομή λειτουργίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και όχι μόνο. Τέτοιες πράξεις ούτε μπορούν να εκληφθούν ως προστατευτικές μίας καλής μοναχικής αδελφότητας από πιθανόν σκληρόκαρδες μελλοντικές επισκοπικές διοικήσεις ούτε μπορούν να θεωρηθούν ως έκφραση σεβασμού και αγάπης προς το δοκιμαζόμενο επί αιώνες Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.

Οι ιεροί κανόνες αλλά και η παράδοση έχουν προνοήσει ώστε να αποφεύγονται και να τιμωρούνται παραδειγματικά τέτοιες ενέργειες αφού ελλοχεύουν τον κίνδυνο της εκκλησιαστικής αταξίας. Η εισπήδηση σε δικαιοδοσίες αδελφής Εκκλησίας, όπως αποτελεί στην κυριολεξία η ανακήρυξη ως σταυροπήγια της Μονής Αγίας Παρασκευής, στο Μάζι της Αττικής και του Ιερού Ναού της Παναγίας Ιμβριώτισσας στη Σαλαμίνα είναι αντικανονική και παράνομη. Δύναται δε να αποτελέσει κακό προηγούμενο με απρόβλεπτες διαστάσεις. Νοείται ακόμη ως «βόμβα» που απειλεί την αρχή της Συνοδικότητας.
Φανταστείτε λοιπόν έναν δεσπότη που διαφωνεί για οιανδήποτε λόγο με την Ιερά Σύνοδο να ανακηρύττει είτε από «εκδίκηση» είτε από εκδήλωση υπερπροστασίας σταυροπήγια σε συνεννόηση με άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες...

Στα αλήθεια αδυνατώ να αναλογισθώ πως είναι δυνατόν ένα πείσμα η μία μύχια επιδίωξη να υποκινεί έναν Οικουμενικό Πατριάρχη και καλό γνώστη του Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου ώστε να συναινεί σε μία παρανομία εκμεταλλευόμενος κάποιο κενό η αδράνεια στην εκκλησιαστική διοίκηση στην Ελλάδα. Θα προτιμούσα αντί της πλαγίας οδού και της ένοχης μυστικοπάθειας τις ξεκάθαρες κουβέντες, που λέει και ο σοφός λαός.
Ας βγει λοιπόν ο Οικουμενικός Πατριάρχης μας ανοικτά να μας πει πως πιστεύει ότι η βεβιασμένη πραγματικά και επιβεβλημένη έξωθεν και από άνομα κέντρα πράξη ανακήρυξης του τόμου αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1850 δεν ήταν η πρέπουσα. Ας μας πει πως τα πέντε διαφορετικά καθεστώτα εκκλησιαστικής διοίκησης που συνυπάρχουν στην Ελλάδα (Εκκλησία Κρήτης, Μητροπόλεις Δωδεκανήσου, Νέες χώρες, Εκκλησία της Ελλάδος, Άγιο Όρος) δεν αποτελούν καλό παράδειγμα. Ας μας πει ξεκάθαρα ότι η Μητέρα Εκκλησία μας τάσσεται κατά της αυτοκεφαλίας και ας ζητήσει επισήμως να τοποθετηθούν επί του σοβαρού αυτού ζητήματος η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή αλλά και η Πολιτεία ως συναρμόδια να αποφασίσει...
Το να κρύβεται η κεφαλή της Μητρός Εκκλησίας μας πίσω από πράξεις μικρότητας, όπως οι ανωτέρω η να επιδιώκει παρασκηνιακά την επαναφορά της Εξαρχίας ως προοίμιο της μύχιας αυτής επιδίωξης του αποτελεί στυγνό φαρισαϊσμό και προκαλεί την οργή του Κυρίου. Οι κάθε λογής εξάλλου αρχιερατικές φατρίες που δυστυχώς σήμερα καλύπτονται με το όρο του «φιλικώς» η «εχθρικώς διακειμένου» προς το Φανάρι δείχνει από όπου και να το εκλάβεις έναν εγωπαθή προσανατολισμό, γνωστό και ως δεσποτισμό η εμμονή στην κρατούσα εξουσία. Και οιανδήποτε έκφραση εγωπάθειας απομακρύνει το Άγιο Πνεύμα και λαβώνει βάναυσα τη Συνοδικότητα. Γίνεται μάλιστα αιτία υποβάθμισης του σκοπού της Εκκλησίας και εκφυλισμού της εκκλησιαστικής της διοίκησης και του αρχιερατικού αξιώματος.

Ως συνέπεια δε τούτου είναι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον πάσχοντα άνθρωπο στη νοσηρή θέση μίας δαιμονίζουσας εκκλησιαστικής εξουσίας. Ο Κύριος όμως, τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα έστειλε μηνύματα τόσο στη Μητέρα Εκκλησία μας, όσο και στην Εκκλησία της Ελλάδος μέσω των οποίων ουσιαστικά εκδήλωνε την σφοδρή ανάγκη επιστροφής στο στίβο της μετανοίας. Έστειλε μηνύματα που δήλωναν ότι μισεί την πονηριά και την αταξία στην Εκκλησία Του και επιθυμεί την επαναφορά της τάξης και της υπευθυνότητας για να μπορεί ελεύθερα έτσι ένας ανήμπορος άνθρωπος να απευθύνεται στον αντιπρόσωπο του Θεού, σε κάθε δηλαδή ιερωμένο με εμπιστοσύνη και να παίρνει βοήθεια. Χρειάζεται λοιπόν αλλαγή πλεύσης και μεγάλος αγώνας ώστε όλοι οι ταγοί της Εκκλησίας μικροί και μεγάλοι σε αξιώματα και θέσεις αντί να επιδιώκουν τη βόλεψή τους να δουλεύουν για την φτωχολογιά για να έχουν έτσι την εύνοια του Κυρίου μας και να τύχουν πλουσίως των ευεργεσιών του Αγίου Πνεύματος

Συντάκτης: Σ.Ο.